ἀσελγεῖς

ἀσελγεῖς
ἀσελγέω
pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic)
ἀσελγής
licentious
masc/fem acc pl
ἀσελγής
licentious
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • SELGA — urbs Pamphyliae mediterraneae hodie Philadelphia Nigro. Stephan. eam in Pisidia ponit. Strabo quoque Selgenses Πισιδῶν ἀξιολογωτάτους vocat, et 20. virorum milia olim in ea urbe fuisse, ac prudentem Reip. administrationem laudat. Dionys. v. 859.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ακολασία — η (Α ἀκολασία) ροπή σε ασελγείς και ανήθικες πράξεις, εκφυλισμός, φιληδονία, ηδυπάθεια (αντίθ. τού εγκράτεια) [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κόλασις < κολάζω] …   Dictionary of Greek

  • αποπλανώ — (AM ἀποπλανῶ, άω, Α κ. έω) νεοελλ. 1. ξεγελώ με απατηλές υποσχέσεις, παρασύρω, ξελογιάζω γυναίκα 2. ενεργώ ασελγείς πράξεις σε βάρος ανηλίκου ή πνευματικά ανάπηρου προσώπου αρχ. Ι. 1. εκτρέπω από την ευθεία, απομακρύνω από το κύριο θέμα 2.… …   Dictionary of Greek

  • βιασμός — Έγκλημα που προσβάλλει τα ήθη και τιμωρείται από τον ποινικό κώδικα σε βαθμό κακουργήματος. Συνίσταται στον εξαναγκασμό γυναίκας να δεχτεί εξώγαμη συνουσία με τη χρήση σωματικής βίας ή απειλής σπουδαίου και άμεσου κινδύνου. Γίνεται μόνο από άνδρα …   Dictionary of Greek

  • εταιρώ — ἑταιρῶ, έω (Α) [εταίρος] 1. κάνω παρέα με κάποιον 2. (για μικρά αγόρια ή κορίτσια) επιδίδομαι με πληρωμή σε ασελγείς πράξεις, ζω βίο πορνικό, έχω εραστή («οὐκέτι φαίνεται μόνον ἡταιρηκώς, ἀλλὰ καὶ πεπορνευμένος», Αισχίν.) 3. φρ. «φιλία ἑταιροῡσα» …   Dictionary of Greek

  • κιναιδογράφος — κιναιδογράφος, ον (Α) αυτός που γράφει για ασελγείς πράξεις κιναίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίναιδος + γράφος*] …   Dictionary of Greek

  • μαστροπεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, μ. θεωρείται κάθε πράξη που αποβλέπει στη διαφθορά της νεότητας και στην ενίσχυση της πορνείας. Οι ερμηνευτές του Ειδικού Ποινικού Δικαίου διακρίνουν τη μ. σε δυο κύριες κατηγορίες, στην απλή και στη… …   Dictionary of Greek

  • σωματέμπορος — ο αυτός που ασχολείται με το εμπόριο δούλων ή την προμήθεια γυναικών για ασελγείς πράξεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σωματεμπορία — η 1. εμπόριο δούλων. 2. προμήθεια γυναικών για ασελγείς πράξεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”